ελαιουργικός

ελαιουργικός
-ή, -ό (Α ἐλαιουργικός, -ή, -όν)
αυτό που ανήκει ή αναφέρεται στην ελαιουργία ή στους ελαιουργούς («τα ελαιουργικά μηχανήματα έχουν τώρα τελειοποιηθεί»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ελαιουργικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην ελαιουργία (βλ. λ.): Ελαιουργικές μηχανές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”